Περιγραφή
Έχει ειπωθεί αναρίθμητες φορές ότι οι άνθρωποι μεταμφιέζονται όταν στέκονται πίσω από μία κάμερα.
Το προστατευτικό κάλυμμα με το οποίο αποκρύπτει το πρόσωπο εκείνου που φωτογραφίζει επιτρέπει τη ροή των σκέψεων ούτως ώστε να μεταμορφωθούν έπειτα σε καρέ και γωνίες λήψης τις οποίες ένας ζωγράφος δεν θα είχε ποτέ τη δυνατότητα να αποδώσει, μόνο με κάποιες μοναδικές εξαιρέσεις. Το μάτι κοιτάζει μέσα από ένα κεκλιμένο στρογγυλό σκόπευτρο και, δυνητικά, συλλαμβάνει την αιωνιότητα εν κινήσει.
Αυτός ο μαύρος και κομψά σχεδιασμένος εξοπλισμός αποτελεί ένα όπλο, ένα εργαλείο και, αναλόγως του χρήστη, ένα όργανο.
Στην περίπτωση του Τάσου Γκαϊντατζή, η φωτογραφική κάμερα που φοράει σαν μάσκα αποτελεί το διαβατήριο του σε έναν κυκλικό ρυθμικό χορό (έναν Χορό αρχαίου θεατρικού σχηματισμού ή αυτόν των θίασων) και με αυτήν προσαρτημένη στο πρόσωπό του γίνεται κοινωνός σε μερικές από τις παλαιότερες ιστορίες του κόσμου που ακόμα σώζονται, όπως οι κηδείες ή ο κυκλικός αέναος μηχανισμός του χρόνου από το σκοτάδι στο φως .
Ο Γκαϊντατζής φόρεσε την κάμερά του σα μάσκα και ταξίδεψε στο βορειότερο τμήμα της Ελλάδας, στους νομούς των Σερρών και της Δράμας, τις περιοχές εκείνες που παρόλο δεν τις αποκαλούν πλέον έτσι, παρολαυτά αποτελούν αναμφισβήτητα τα Βαλκάνια. Απέκτησε πρόσβαση σε τελετουργίες τις οποίες ανακάλυπτε πηγαίνωντας και ολοκλήρωσε έτσι μια ενδελεχή έρευνα, ο χαρακτήρας της οποίας είναι τόσο εθνογραφικός όσο και διονυσιακός.
Εκστατικοί θρησκευτικοί χοροί και διαδικαδίες, χθόνιες τελετουργίες του Κάτω Κόσμου που εκτυλίσσονται με το πέρασμα του χρόνου, σε μέρες όπως αυτές, αμέσως μετά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο και λίγο πριν του Άη Γιαννιού, ένα μίγμα όλων των συστημάτων πίστης που καταλήγουν σε αυτό το αιώνια επαναλαμβανόμενο αρχέτυπο, του φεγγαριού και του ηλίου, του σκοταδιού και του φωτός.
Η περιοδεύουσα αυτή εξερεύνηση μέσω του ήχου, του χορού και της αφήγησης –πάντα με μάσκες βαλμένες– καταλήγει μέσα από τον ατομικό φακό του Γκαϊντατζή σε μία εξόχως ταξινομημένη συναισθηματική αφαίρεση, σε ένα συλλογικό απομνημόνευμα ενός τόπου και των ανθρώπων του. Στο σύνολό τους οι προορισμοί ήταν έντεκα, με κάθε τόπο να μετέρχεται της δικής της γλώσσας για να μιλήσει για τη μαγεία και μέσα από αυτήν. Βώλακας, Παγονέρι, Πετρούσα, Καλή Βρύση, Φλάμπουρο, Νάουσα, Σοχός, Βαμβακόφυτο, Ξηροπόταμος, Μοναστηράκι, Πύργοι.
Η ανάσα της κάμερας Polaroid Fuji, που εισπνέει φως, ήχο και χρόνο και αποπνέει σπαράγματα ραπτικής με μαλλί που είναι σαν να έχουν καμωθεί από μια αρχέγονη φυλή, επέτρεψε σε αυτά τα πλάσματα από τα οποία φτιάχνονται αυτές οι ενδυμασίες να μετενσαρκωθούν παγωμένα σε Ηραπαθίτη που έχει ενσωματωθεί σε διαφανές φιλμ πολυμερούς νιτροκυτταρίνης.
Αυτές οι φωτογραφίες εμπεριέχουν ήχο, έναν ήχο δύσκολο να συλλάβουμε ενώ τις κοιτάζουμε, που είναι όμως χαραγμένος στο φως και χωμένος στις γούνες και περιμένει την επόμενη χρονιά για να ξυπνήσει μία ακόμα φορά.
Η έκθεση παρουσιάζει ένα ελάσσον κομμάτι αυτής της έρευνας. Το σύνολό της θα παρουσιαστεί τους επόμενους μήνες με τη μορφή ενός καταλόγου με την υποστήριξη της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο υποστηρίζει και την έρευνά του συνολικά.
Η ηχητική εκδοχή του έργου θα παρουσιαστεί σύντομα με τη μορφή βινυλίου.
Η έρευνα αυτή αναπτύχθηκε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ωνάση.
Αναδημοσίευση από δελτίο Τύπου.
Εγκαίνια: Κυριακή 22 Δεκεμβρίοιυ 16:00 - 21:00